οχτάωρο

οχτάωρο
το восьмичасовой рабочий день

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "οχτάωρο" в других словарях:

  • οκτάωρος — οκτάωρος, η, ο και οχτάωρος, η, ο 1. αυτός που διαρκεί οχτώ ώρες. 2. ως ουσ., οχτάωρο,το ανώτατο όριο ημερήσιας εργασίας: Το οχτάωρο καθιερώθηκε με τη διεθνή σύμβαση εργασίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οκτάωρος — και οχτάωρος, η, ο 1. αυτός που διαρκεί οκτώ ώρες 2. το ουδ. ως ουσ. το οκτάωρο και οχτάωρο το χρονικό διάστημα οκτώ ωρών το οποίο έχει καθιερωθεί ως το ανώτατο όριο ημερήσιας εργασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + ώρα. Η λ. μαρτυρείται από …   Dictionary of Greek

  • οκτάωρο — Λέγεται και οχτάωρο. Χρονικό διάστημα 8 ωρών, συνοπτική συνήθως έκφραση της εργάσιμης ημέρας. Παλιό αίτημα της εργατικής τάξης (οχτώ ώρες εργασία, οχτώ ύπνος, οχτώ ανάπαυση), το ο. καθιερώθηκε έπειτα από μακροχρόνιους αγώνες με αποκορύφωση την… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»